- ψούδια
- και δ. γρφψουδία και σε κώδ. ψοδία, Α(κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες και κυρίως στον τ. ψουδία) «ψευδῆ»2. «Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψόδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) ψόδιον «σκολιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψούδια] … Dictionary of Greek